σαπιολέμονο

σαπιολέμονο
το гнилой лимон;

§ τον πήραν με τα σαπιολέμονα — его забросали гнилыми лимонами, тухлыми яйцами, его ошикали, освистали


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σαπιολέμονο" в других словарях:

  • σαπιολέμονο — το, Ν 1. σάπιο λεμόνι 2. (κατ επέκτ.) λεμόνι που έχει κοπεί και στυφθεί 3. φρ. «τόν πήραν με τα σαπιολέμονα» τού πέταξαν λεμονόκουπες σε ένδειξη αποδοκιμασίας, τόν αποδοκίμασαν έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπιος + λεμόνι] …   Dictionary of Greek

  • σαπιολέμονο — το σάπιο λεμόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεμόνι — και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον) 1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός τής λεμονιάς 2. ο χυμός τού λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη ι , πιθ. με επίδραση τού αραβ. laymūn. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»